p+R+D

CRITICAL MATERIALITY

16 · 07 · 2025

Στη σύγχρονη αρχιτεκτονική παραγωγή, η έννοια της υλικότητας αποκτά έναν διαρκώς διευρυνόμενο ρόλο. Δεν περιορίζεται πλέον στο φαινόμενο της ύλης καθαυτής, αλλά εκτείνεται σε μια πολλαπλότητα σχέσεων: μεταξύ ύλης και μορφής, ύλης και τεχνολογίας, ύλης και αισθητηριακής εμπειρίας, ύλης και κοινωνικού νοήματος, ύλης και πολιτισμού. Οι τεχνολογικές εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών, και ιδίως η ψηφιακή σχεδίαση και κατασκευή, έχουν επαναδιαμορφώσει ριζικά το πεδίο. Ωστόσο, αυτή η μετατόπιση δεν συνιστά «αποϋλοποίηση» της αρχιτεκτονικής, αντίθετα, εισάγει μια νέα μορφή υλικότητας -υβριδική, δυναμική. Σύμφωνα με τον Antoine Picon, η ψηφιακή εποχή δεν σηματοδοτεί το τέλος της υλικότητας, αλλά τη ριζική της ανανοηματοδότηση. Στο έργο του «The Materiality of Architecture», υποστηρίζει πως η υλικότητα σήμερα συνιστά έναν δίαυλο συνάντησης μεταξύ πολιτισμικών συμβολισμών, τεχνικών δυνατοτήτων και αισθητηριακής εμπλοκής. Το υλικό δεν είναι απλώς το μέσο της κατασκευής, αλλά και ένας τρόπος σκέψης, ένα εργαλείο για την παραγωγή νοήματος στον δομημένο χώρο. Με τη βοήθεια ψηφιακών μέσων, η ύλη μπορεί να «μορφοποιηθεί» όχι μόνο γεωμετρικά, αλλά και λειτουργικά ή περιβαλλοντικά, υποστηρίζοντας συστήματα που είναι παραμετρικά ευαίσθητα, ενεργειακά αποδοτικά και αισθητηριακά διαδραστικά.

Αντίστοιχα, ερευνητικές ομάδες όπως το Mediated Matter Group στο MIT,

διερευνούν υλικότητες που δεν ανήκουν πλέον σε βασικές κατηγορίες όπως «ξύλο», «πέτρα» ή «μέταλλο», αλλά σε βιο-υβριδικά ή προγραμματιζόμενα συστήματα. Η υλικότητα εδώ προσεγγίζεται ως «ζωντανό», ευμετάβλητο και ενίοτε αυτορρυθμιζόμενο σύστημα, ικανό να ανταποκρίνεται σε περιβαλλοντικά ερεθίσματα ή να μεταβάλλεται στον χρόνο.

Η τεχνολογία δεν απομακρύνει τον αρχιτέκτονα από την ύλη, αντίθετα, τον καθιστά συμμέτοχο σε μία διεργασία υλικού σχεδιασμού που εμπλέκει τη μικροκλίμακα, τη βιολογία και τη φυσική.

Ωστόσο, απέναντι σε αυτή την τεχνολογικά ενισχυμένη προσέγγιση της υλικότητας, σημαντικοί θεωρητικοί και αρχιτέκτονες, όπως ο Peter Zumthor και ο Juhani Pallasmaa, αντιτείνουν μια ριζικά διαφορετική κατανόηση. Ο Zumthor, μέσα από τα θεωρητικά του κείμενα (Thinking Architecture, Atmospheres), αλλά και μέσα από τα έργα του, υπερασπίζεται την υλικότητα ως φορέα μνήμης, αίσθησης και συναισθηματικής αλήθειας. Η ύλη δεν είναι για αυτόν τεχνολογικό υπόστρωμα, αλλά πρωτίστως υπαρξιακό πεδίο.

Τα υλικά ενεργοποιούν τη μνήμη, τη σιωπή, την αφηγηματικότητα του χώρου. Προκαλούν τον παρατηρητή σε μια αίσθηση κατοίκησης που υπερβαίνει τη λειτουργικότητα και αγγίζει το βιωματικό βάθος.

Αντίστοιχα, ο Pallasmaa, στο έργο του «The Eyes of the Skin», επιτίθεται ευθέως στον κυρίαρχο οπτικοκεντρισμό της μοντέρνας και ψηφιακής αρχιτεκτονικής, υπερασπιζόμενος την ανάγκη μιας πολυαισθητηριακής και ενσώματης εμπειρίας. Η υλικότητα, υποστηρίζει, δεν είναι κάτι που απλώς «βλέπεται», αλλά κάτι που βιώνεται μέσω του σώματος: αγγίζεται, ακούγεται, οσμίζεται. Όταν η ύλη χάνει τη φυσική της παρουσία, τότε και η αρχιτεκτονική χάνει την εμβάθυνση -γίνεται εικόνα, επιφάνεια, σκηνικό. Η αφή, το βάρος, η θερμοκρασία, ακόμη και η φθορά, είναι στοιχεία ουσιώδη για τη νοηματοδότηση του χώρου. Η τοποθέτηση των Zumthor και Pallasmaa δεν προκύπτει από μια τεχνοφοβική ή ρομαντική στάση. Αντίθετα, συγκροτείται ως φιλοσοφική θέση: η υλικότητα δεν αποτελεί μονάχα τεχνική ή αισθητική επιλογή, αλλά τρόπο πρόσληψης του κόσμου. Εδώ, η ύλη δεν είναι «μέσο» αλλά σχεδόν «υποκείμενο» -έχει παρουσία, χρόνο, μνήμη.

Το ενδιαφέρον είναι ότι οι δύο αυτές προσεγγίσεις -η τεχνολογική και η φαινομενολογική- δεν βρίσκονται αναγκαστικά σε αντίθεση. Στην πραγματικότητα, αναδεικνύουν δύο διαφορετικά, αλλά αλληλοσυμπληρούμενα επίπεδα της σύγχρονης υλικότητας. Από τη μία, το ψηφιακό εργαλείο προσφέρει δυνατότητες ελέγχου, προσαρμοστικότητας και σύνθεσης, που μέχρι πρότινος ήταν ανέφικτες, και από την άλλη, η ανθρώπινη εμπειρία, με την ενσώματη διάστασή της, εξακολουθεί να αποτελεί αφετηρία και κριτήριο για το τι νοείται ως αρχιτεκτονικά σημαντικό.

Η «υλικότητα» στις αρχές του 21ου αιώνα αποτελεί ένα πεδίο έντονου διεπιστημονικού προβληματισμού και διάδρασης: εμπλέκει επιστήμες υλικών, αισθητική θεωρία, περιβαλλοντική ηθική και κοινωνική πολιτική.

Ορισμένοι μελετητές μιλούν για μια υλικότητα που δεν αποσκοπεί απλώς στη διαμόρφωση χώρου, αλλά στη διαμόρφωση θέσης: για το ποιος παράγει τον χώρο, με τι μέσα, σε ποια κοινωνικά και περιβαλλοντικά συμφραζόμενα.

Η ύλη, τελικά, δεν ήταν ποτέ «ουδέτερη». Ακόμη και η πιο τεχνικά καινοτόμα επιφάνεια, ακόμη και το πιο λιτό φυσικό υλικό, φέρει πάντοτε ένα βάθος: αισθητηριακό, χρονικό, νοηματικό, κοινωνικό. Η αρχιτεκτονική που το αγνοεί κινδυνεύει να παραμείνει επιφανειακή. Αντίθετα, μια αρχιτεκτονική που συνομιλεί με την υλικότητα σε όλα τα επίπεδά της -τεχνολογικά, αισθητικά, υπαρξιακά- έχει τη δυνατότητα να παράγει χώρους που δεν κατοικούνται απλώς, αλλά βιώνονται. Από τη βιο-ενεργή ύλη των εργαστηρίων του MIT έως τον «φθαρμένο σοβά» του Zumthor, και από τα τεχνολογικά υβρίδια της Columbia GSAPP έως τα πολυαισθητηριακά περιβάλλοντα που οραματίζεται ο Pallasmaa, η αρχιτεκτονική σήμερα καλείται να διαχειριστεί όχι μία, αλλά πολλαπλές μορφές και έννοιες υλικότητας. Σε αυτό το πλαίσιο,

η υλικότητα παύει να είναι «αθώα»: γίνεται πεδίο επιλογών, αποκλεισμών, ή συμβολισμών.

Το στοίχημα δεν είναι απλώς ποια υλικά χρησιμοποιούνται, αλλά πώς αυτά θα διαμορφώνουν εμπειρίες, σχέσεις και πολιτισμικές εγγραφές στον χώρο.

Δημήτρης Ποτηρόπουλος
Architect Dipl Ing Arch MArch
Chairman & Founding Partner